Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Jane Eyre (απόσπασμα)



"...Ξέσπασε δυνατή μπόρα. Με πήρε από το χέρι, ανηφορίσαμε βιαστικά το μονοπάτι, διασχίσαμε τον κήπο και μπήκαμε στο σπίτι. Όταν διαβήκαμε το κατώφλι, ήμασταν μούσκεμα. Σταθήκαμε στο χωλ. Όπως μου έβγαζε το σάλι και τίναξε το νερό από τα λυμένα μου μαλλιά, βγήκε από το δωμάτιό της η κ. Φαίρφαξ. Εγώ δεν την πρόσεξα αμέσως, ούτε κι ο Κος Ρότσεστερ την πρόσεξε. Το ρολόι χτυπούσε μεσάνυχτα.
-Τρέχα γρήγορα επάνω να βγάλεις τα βρεγμένα, μου είπε* και προτού φύγεις, καλή σου νύχτα. Καλή σου νύχτα λατρεία μου!
Με φίλησε επανειλημμένα... "

(απόσπασμα από την "ΤΖΕΗΝ ΕΥΡ" των εκδόσεων ΣΜΙΛΗ...
Η εικόνα από την σειρά του BBC Jane Eyre 2006)

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

"O Έρωτας στα χιόνια" ~ Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης


O Έρωτας στα χιόνια

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.

Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:

Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, 
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, 
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.


Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:

Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, 
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.

Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.

Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.


Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.

Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.

− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.


Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:
− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, 
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.


Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.

− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.

Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!

Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.

Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.

Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!

Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»

Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.

− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.

Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.

Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.

«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»

Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.

Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.

Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.


(1896)


(Α. Παπαδιαμάντης, «Ο έρωτας στα χιόνια», Απάντα ΙΙΙ, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989, σσ. 105−110)

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Για κάποιες σταγονούλες βροχής



Νομίζω πως ξανατραγούδησα 
αυτές τις πέντε-έξι σταγονούλες βροχής
που δεν άντεξαν να περιμένουν το σύγνεφο
να βρέξει για να κατέβουν,
που βαρέθηκαν να περιμένουν τόση ώρα το σύγνεφο να βρέξει
κ'εκείνο να μην αποφασίζει 
λες και το'κανε στο πείσμα τους (-Εδώ επάνω θα μείνετε!)
και το'σκασαν κρυφά 
κ'ήρθαν και κάθισαν γελαστές και κρυστάλλινες
στο τζάμι του παραθύρου μου,
κ' ήρθαν και κάθισαν σαν παράλογα κ' επαναστατικά 
δεκαεξάχρονα κοριτσάκια στο τζάμι του παραθύρου μου,
χωρίς να νοιάζονται αν το σύγνεφο φύγει και τις αφήσει,
χωρίς να νοιάζονται αν ξαφνικά ένας άνεμος επέμβει 
και φουσκώσει τ' άσπρου σύγνεφου τα πανιά (-Μα επιτέλους!)
και, θέλοντας και μη, φύγει 
και τις αφήσει μονάχες και απροστάτευτες 
στο τζάμι ενός ποιητή της Λευκωσίας.


[Κώστας Μόντης]



Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

"ο πήλινος στρατός" του αυτοκράτορα Qin Shi Huang

Ο στρατός από τερακότα στην Κίνα αποτελεί ένα από τα πιο εκπληκτικά αρχαιολογικά ευρήματα.

Ο «Πήλινος Στρατός», ήρθε στο φως το 1974, τυχαία, από κάποιον αγρότη της περιοχής, 33 χιλιόμετρα έξω από τη Σιάν και μόλις 1,5 χιλιόμετρο από τον τάφο του πρώτου αυτοκράτορα Κιν Σι Χουάνγκ. Μια εβδομάδα χρειάζονταν για το ταξίδι ...Αυτή ήταν διάρκεια που υπολόγιζαν οι αξιωματούχοι του Πεκίνου για την αποστολή του αρχαιολόγου Γιουαν Ζονγκί. Ο νεαρός τότε αρχαιολόγος είχε αναλάβει το καθήκον να επιβεβαιώσει ότι είχε βρεθεί ένα άγαλμα από τερακότα από έναν αγρότη που έσκαβε ένα αρδευτικό κανάλι. 
Κανείς δεν περίμενε το μέγεθος της ανακάλυψης... 

από τις πρώτες ανασκαφές το 1979 

  Ανακάλυψαν ένα λάκκο μήκους 230 μέτρων με έντεκα  διαδρόμους και τουλάχιστον 6.000 πήλινα αγάλματα στρατιωτών του πεζικού. 

Δίπλα βρέθηκε ένας δεύτερος λάκκος με τοξότες, από τους οποίους άλλοι ήταν σε όρθια στάση και άλλοι γονατιστοί, και ιππείς με τα άλογα τους και αρματηλάτες μαζί με ορισμένους πεζούς και ένας τρίτος λάκκος με 68 φιγούρες που ίσως αποτελούσαν το αρχηγείο του στρατού.




Επίσης βρέθηκε και ένας ακόμη άδειος, ίσως επειδή κάποια εξέγερση δεν επέτρεψε την αποπεράτωσή του.  
Και οι τέσσερις λάκκοι έχουν γύρω στα εφτά μέτρα βάθος και βρίσκονται περίπου ενάμισι χιλιόμετρο ανατολικά του τάφου του αυτοκράτορα. Συνολικά οι πήλινοι στρατιώτες είναι περίπου 8.000. Υπάρχουν επίσης 130 πήλινα άρματα με 520 άλογα και 150 άλογα ιππικού.
Οι πήλινες φιγούρες δεν έχουν όλες το ίδιο ύψος. 
Άλλες είναι γύρω στο 1 μέτρο και 80 εκατοστά  και άλλες, κυρίως αυτές που απεικονίζουν υψηλόβαθμους αξιωματικούς, φτάνουν και το 1 μέτρο και 95 εκατοστά. 
Για την κατασκευή των προσώπων των στρατιωτών πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν ως μοντέλα πραγματικοί στρατιώτες, καθώς ο Τσιν Σι Χουάνγκ είχε απαιτήσει κανένα από τα πρόσωπα των στρατιωτών να μην μοιάζει με άλλο.
Κάθε άγαλμα έχει διαφορετικά σωματικά χαρακτηριστικά και χρωματισμό και είναι τοποθετημένο ανάλογα με το βαθμό και το ρόλο του κάθε στρατιώτη.
Αν και έχουν ξεθωριάσει πολλά από τα μεταλλικά χρώματα με τα οποία είναι βαμμένα,τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε αγάλματος είναι εμφανή μέχρι τις ουλές ,τις τρίχες ,τα χείλη και τα κοψίματα στα αυτιά .


ο αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ


Σύμφωνα με τον ιστορικό Sima Qian (145-90 π.Χ.), η κατασκευή του μαυσωλείου, για την ολοκλήρωση του οποίου εργάστηκαν 36 χρόνια 700.000 σκλάβοι,οι οποίοι,σύμφωνα με τον θρύλο,θάφτηκαν ζωντανοί μέσα στα τοιχώματα,ώστε να μη μπορούν να αποκαλύψουν το μυστικό των θησαυρών που ήταν κρυμμένοι κάτω από το έδαφος. 
Ξεκίνησε το 246 π.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ ήταν 13 ετών.
Γεννήθηκε το 259 π.Χ. και πέθανε το 210 ή 207 π.Χ. Εμφανίζεται και με το όνομα Τσιν Σι Χουάνγκ Τι ή Τσιν Σι Χουάνγκ Ντι  που σημαίνει αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ.
Ξεκίνησε ως βασιλιάς μιας κινέζικης πολιτείας στην περίοδο των εφτά Μαχόμενων Πολιτειών της κινέζικης ιστορίας το 246 π.Χ. σε ηλικία 13 ετών. 
Το 221 π.Χ. έχοντας ενοποιήσει όλες τις αντιμαχόμενες κινέζικες πολιτείες σε μία χώρα, η οποία ονομάστηκε από το όνομά του Κίνα, έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της.
 Κυβέρνησε μέχρι να πεθάνει το 207 με 210 π.χ. στην ηλικία των 50 ετών περίπου. Ήταν ο μοναδικός αυτοκράτορας της δυναστείας των Τσιν, ενώ τον διαδέχθηκε η δυναστεία των Χαν. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του γιο του ουρανού, έναν τίτλο που διατήρησαν και οι επόμενοι αυτοκράτορες.
το σινικό τείχος 
Ο Τσιν Σι Χουάνγκ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα οργανωμένο κινέζικο κράτος. 

Πολέμησε εναντίον των Ούνων και επί της βασιλείας του άρχισε το χτίσιμο του σινικού τείχους.
Ο στρατός των 8.000 πολεμιστών από τερακότα, είναι φτιαγμένος σε φυσικό μέγεθος και ετάφη σε λάκκους κοντά στο μαυσωλείο για να φρουρεί τον αυτοκράτορα μετά θάνατον.

ο τάφος μαυσωλείο, όπως φαίνεται από τον αέρα 



Ο όρος "τάφος" δεν αποδίδει σωστά το μνημείο .Το 2002 σχεδιάστηκε ένας κατά προσέγγιση χάρτης της υπόγειας πόλης που κατασκευάστηκε με μορφή δράκου.
Η πόλη καλύπτει σχεδόν 260 τερταγωνικά χιλιόμετρα στην πεδιάδα και πλαισιώνεται βόρεια  από τα όρη Λισάν και νότια από τον ποταμό Γουέι.







Προς το παρόν οι επισκέπτες μπορούν να επισκεφτούν μόνο τρεις τάφρους που περιέχουν τα σχεδόν 8000 αγάλματα.
Αν και έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 2000 ετών ,φαίνονται ολοζώντανοι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα ήθελε ο αυτοκράτορας στη πόλη του , αντίγραφο της αυτοκρατορίας του, ώστε να υπάρχουν στη μεταθάνατο ζωή.
αναπαράσταση του ταφικού λόφου
και του μαυσωλείου 
                                                                                                                                      


Ο λόφος στον οποίο ενταφιάστηκε ο Τσιν Σι Χουάνγκ,περιβάλλονταν εξ'ολοκλήρου από μπρούτζο. Βρίσκεται κοντά σε ένα μικροσκοπικό αντίγραφο του ανακτόρου του, το οποίο με τη σειρά του περιέχονταν σε ένα περιμετρικό τείχος μήκους 12 χιλιομέτρων .


οι σοροί παλλακίδων , υπηρετών κ.α.
που ενταφιάστηκαν ζωντανοί
μαζί με τον αυτοκράτορα  


 





Σε μια σειρά κτιρίων γύρω από τα προαύλια,οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια αλληλουχία αιθουσών,όπου αποθηκεύονταν χρυσός,πολύτιμοι λίθοι,εξεζητημένα αντικείμενα ,τρόφιμα και πουλιά.

Επιπλέον,περιείχαν τις σορούς των παλλακίδων ,υπηρετών,μοναχών,και κηπουρών που ενταφιάστηκαν ζωντανοί μαζί με τον αυτοκράτορα για να του κάνουν πιό χαρούμενο το ταξίδι μετά θάνατον.


ο λόφος του τάφου 








Ο ίδιος ο τάφος του Τσιν Σι Χουάνγκ  παραμένει θαμμένος, αν και τα γραπτά του Siam Qian αναφέρουν ακόμα μεγαλύτερους θησαυρούς.










































































H "υπόγεια αυτοκρατορία"περιείχε επίσης ένα πλανητάριο,όπου οι αστερισμοί αναπαριστούνταν με 










μαργαριτάρια.





Ρυάκια από υδράργυρο λειτουργούσαν με μηχανικό τρόπο και αναπαριστούσαν τα πιό σημαντικά ποτάμια της Κίνας.




αναπαράσταση του εσωτερικού του τάφου
  του αυτοκράτορα
που δεν έχει ανασκαφεί ακόμη


















Σύγχρονες δοκιμές στο ανάχωμα του τάφου έχουν αποκαλύψει ασυνήθιστα υψηλές συγκεντρώσεις υδραργύρου, δίνοντας αξιοπιστία τουλάχιστον σε μερικά από τα ιστορικά λεγόμενα.

  


Επίσης Κινέζοι αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν τηλεσκοπική τεχνολογία για να εξερευνήσουν το ανάχωμα του τάφου. 
Η τεχνική πρόσφατα αποκάλυψε έναν υπόγειο θάλαμο με τέσσερις τοίχους σε μορφή σκάλας. 
Ένας αρχαιολόγος που εργάζεται στο χώρο είπε στον Κινεζικό τύπο ότι μπορεί να ήταν η αίθουσα που χτίστηκε για την ψυχή του αυτοκράτορα.
Πειραματικοί λάκκοι που σκάφτηκαν γύρω από τον τάφο έχουν αποκαλύψει χορευτές, μουσικούς, ακροβάτες που σφύζουν από ζωή και "πιάστηκαν" την στιγμή τις παράστασης, σε έντονη αντίθεση με τις στρατιωτικές στάσεις των διάσημων terra-cotta στρατιωτών.
Αλλά περαιτέρω ανασκαφές του τάφου, είναι σε αναμονή, τουλάχιστον για τώρα.

αξιωματικός με το άλογό του

Μπορούμε να πούμε πως ο Τσιν Σι Χουάνγκ έβγαλε την Κίνα από την αφάνεια. Αντιμετώπισε πολλούς εχθρούς και βρέθηκε να κυβερνά μια τεράστια περιοχή που κατοικούσαν πολλές διαφορετικές φυλές.
Για να προστατέψει την αυτοκρατορία,άρχισε την κατασκευή του γνωστού Σινικού τείχους.
Κατάργησε την φεουδαρχία ,οργάνωσε την περιφέρεια και την γεωργία .
Εισήγαγε ένα νομισματικό σύστημα με μορφή που παρέμεινε σε χρήση μέχρι τον 20ο αιώνα.
Δημιούργησε το σύστημα των ιδεογραμμάτων,ώστε να ισχύει μια σταθερή προφορική και γραπτή γλώσσα σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας.
ιππείς  αξιωματικοί

άρμα με τέσσερα άλογα
Για να κατασκευάσει όμως τον μυθικό τάφο του το έκανε με έξοδα του κράτους. Για το λόγο αυτό έβαλε δυσβάσταχτους φόρους.


Επιπλέον θεωρούσε τον εαυτό του θεό και ήθελε να διαγράψει από την μνήμη του λαού τον Κομφούκιο, τον οποίο θεωρούσε αντίζηλο.
Για το λόγο αυτό διέταξε να καούν όλα τα βιβλία της σχολής του Κομφούκιου με εξαίρεση τα βιβλία της μαντείας ,της ιατρικής,της φαρμακολογίας,της γεωργίας και της κηπουρικής.

Όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν όλο και σκληρότερος.
Τον είχε απορροφήσει ολοκληρωτικά η εμμονή του να βρει τη μαγική φόρμουλα της αιώνιας ζωής .
Πέθανε το 210 π.χ, καταβεβλημένος πνευματικά και σωματικά .
Μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι στην Ιαπωνία όπου είχε ακούσει ότι θα έβρισκε το ποτό της αθανασίας.

άποψη από τον πήλινο στρατό του αυτοκράτορα 
Η νεκρική πομπή ήταν εντυπωσιακή και διέσχισε μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας.
Όταν η σορός έφτασε στον τάφο, ο πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας ενταφιάστηκε μαζί με τουλάχιστον χίλιους ανθρώπους που είχε διατάξει να θυσιαστούν μαζί του.
"Η υπόγεια αυτοκρατορία " καλύφθηκε στη συνέχεια εξ'ολοκλήρου με χώμα και έκτοτε καλλιεργούσαν από πάνω σιτάρι...
Το μαυσωλείο του πρώτου αυτοκράτορα των Τσιν ,
αποτελεί 

Μνημείο Παγκόσμιας 
Κληρονομιάς της UNESCO





Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

" Οι άθλιοι" του Βίκτωρ Ουγκώ (απόσπασμα)



H σκιά και το κύμα
"...Έπεσε άνθρωπος στη θάλασσα! Τι σημασία έχει! Δε σταματά το πλοίο. Φυσά ο αέρας, μα το σκοτεινό καράβι τραβά βιαστικό το δρόμο του. Το ταξίδι συνεχίζεται. Αυτός που έπεσε βγαίνει στην επιφάνεια του νερού, χάνεται στο βάθος του, φωνάζει. Κανένας δεν τον ακούει. Κοιτάει σαν τρελός το σκάφος που ολοένα ξεμακραίνει. 
Κι όμως ο ίδιος αυτός άνθρωπος ήταν κάποτε ένας από τους επιβάτες, ζωντανός σαν όλους, που απολάμβανε τον ήλιο. Τώρα τίποτα βέβαιο δεν υπάρχει γύρω του. Τραβάει για το σίγουρο χαμό. Ο αφρός τον πνίγει. Το ένα κύμα τον ρίχνει πάνω στο άλλο. Πικρή αρμύρα γεμίζει το στόμα του. Τι άνανδρος ο ωκεανός που θέλει να τον πνίξει! Παίζει με την αγωνία του. Όλη εκείνη η υγρή έκταση λες και είναι μίσος. 
Αντιδρά όσο μπορεί, κρατιέται όσο αντέχει. Μια φτωχή δύναμη παλεύει με το απέραντο. Κολυμπά απεγνωσμένα. 
Γύρω του χορεύουν οι κερένιοι νεκροί. Λυσσομανάει το πέλαγος. Θόρυβοι που ακούει για πρώτη φορά έρχονται από τα μακρινά βασίλεια της φρίκης. Η άβυσσος χάσκει απειλητική από κάτω του, έτοιμη να τον καταπιεί. 
Ψηλά βλέπει πουλιά που πετάνε και κελαηδάνε ξένοιαστα, κι αυτός πεθαίνει. Τον θάβει ο ωκεανός και τον σαβανώνει, θαρρείς, ο ουρανός. 
Κολυμπάει, κολυμπάει ατέλειωτες ώρες. Η νύχτα άρχισε να τον τυλίγει στα μαύρα πέπλα της. Δεν βλέπει ανθρώπους, δε βλέπει Θεό. Φωνάζει: Βοήθεια! Α!
Φωνάζει πάλι, πάλι. Τίποτα. Όλα τα παρακαλεί: το κύμα, την απεραντοσύνη, τη θαλασσοταραχή. Τίποτα. 
Παγώνει. Μουδιάζουν τα χέρια του. Νιώθει πανικό κι εξάντληση. Σκέφτεται πως σε λίγο θα είναι πτώμα. Τον περιμένει η σκιά, το αιώνιο σκοτάδι. Όλα πια είναι ανώφελα. Παραλύει. Τι θα βγει με την απελπισία; Θα πεθάνει, το αποφάσισε, κι αφήνει τον εαυτό του να χαθεί στην άβυσσο της εκμηδένισης. 
Τι σκληρά που προχωρούν οι ανθρώπινες κοινωνίες! Στο δρόμο χάνονται άνθρωποι και ψυχές. Θάνατος ηθικός, γιατί δεν υπάρχει καμιά βοήθεια, καμιά προστασία. 
Η κοινωνική νύχτα είναι θάλασσα που τα καταπίνει όλα. Σ' αυτή οι νόμοι ρίχνουν τους καταδικασμένους τους. Θάλασσα είναι η μεγάλη φτώχεια. Έτσι καθώς βουλιάζει σε τούτη την άβυσσο η ψυχή, κινδυνεύει να πεθάνει. Ποιος θα της ξαναδώσει τη ζωή;..."





Λόγω πολιτικών καταστάσεων ο Βίκτωρ Ουγκώ, οδηγείται σε αυτοεξορία για 20 χρόνια και εκεί ολοκληρώνει το αριστούργημά του "Οι Άθλιοι"(Les Misérables) το 1862. 

Εικόνα της Τιτίκας από τον Εμίλ Μπαγιάρντ,
 από την πρώτη έκδοση των Αθλίων (1862)
"Οι Άθλιοι" από την πρώτη τους έκδοση, σαγήνευσαν τα λαϊκά στρώματα, θεωρήθηκαν ως το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα και χαρακτηρίστηκαν σαν κοινωνικό ευαγγέλιο των ηθικών και πολιτικών αρετών και φραγγέλιο των κακιών της τότε αστικής κοινωνίας. Σε αυτό το έργο, το οποίο δουλεύει περίπου από το 1828, ο Ουγκώ αποτυπώνει μισό αιώνα γαλλικής ιστορίας. Αποτελεί μία επική τοιχογραφία των μεγάλων γεγονότων της Γαλλίας συνδυαζόμενων με την ιστόρηση ενός μεγάλου έρωτα.
 Ο Ουγκώ χρησιμοποίησε μερικές από τις δικές του περιπέτειες στην κατασκευή του πλαισίου αυτού. Η ζωή του Μάριου στην πανσιόν Γκορμπό δεν είναι παρά η ίδια η ζωή του Ουγκώ στην οδό Ντι Ντραγκόν!
 Το βιβλίο δεν ενθουσίασε τον κύκλο των διανοουμένων κριτικών, ενώ περιελήφθη από τον Πάπα Πίο ΙΔ’ στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων.
 Εντούτοις, το έργο αυτό εξάπλωσε σε όλο τον κόσμο τη φήμη του Ουγκώ. "Οι σελίδες του αποτελούν λυρικές εποποιΐες πρωτογενούς φύσεως" έγραψε ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς. Η έκδοση του βιβλίου σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία στα εκδοτικά χρονικά. Μία επιτυχία που κανένα άλλο βιβλίο, εκτός από την Αγία Γραφή δεν γνώρισε.




ο Βίκτωρ Ουγκώ
Ο Βίκτωρ Ουγκώ ( Victor Marie Vicomte Hugo) (26 Φεβρουαρίου 1802 – 22 Μαΐου 1885) δεν χρειάζεται συστάσεις... μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, ο πλέον σημαντικός και προβεβλημένος εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού.
Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του αντιλήφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο και ξεκίνησε τις μεταφράσεις έργων από τα λατινικά καθώς και δικές του πρωτότυπες ποιητικές εργασίες.
 Η αξία του αναγνωρίστηκε σύντομα μέσα στο γαλλικό ακαδημαϊκό κύκλο αλλά και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. 
Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την πολιτική μεταλλασσόμενος βαθμιαία από φιλομοναρχικό συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό. Την τελευταία περίοδο της ζωής του γνώρισε τη λατρεία του γαλλικού έθνους, ταυτιζόμενος με την ίδια τη Γαλλία.
Ο Βικτόρ Ουγκό αφιέρωσε σημαντικό μέρος της ζωής του και του έργου του στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αγωνίστηκε με πάθος για τον εκσυγχρονισμό του Κοινοβουλίου, την εξυγίανση της Δικαιοσύνης, την κατάργηση της θανατικής ποινής, τη δωρεάν εκπαίδευση, τα δικαιώματα των γυναικών, είτε αναφερόμενος σε γενικές θεωρήσεις είτε σε ιδιαίτερες και συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αγωνίστηκε δηλαδή για όλα τα καίρια ζητήματα του 19ου αιώνα που εξακολουθούν να είναι και σήμερα επίκαιρα.

Το Νοέμβριο …του 1848 οι φοιτητές του Παρισιού είχαν ξεχυθεί στα πεζοδρόμια και διεκδικούσαν, μεταξύ άλλων,κονδύλια για την Παιδεία. Ο συγγραφέας και βουλευτής Βικτόρ Ουγκό έβγαλε τότε στην Εθνοσυνέλευση ένα λόγο για το θέμα αυτό. Το να κάνεις οικονομία στις δαπάνες για την εκπαίδευση, είπε, είναι διπλά ανόητο.
Πρώτον, γιατί τα ποσά που θα κερδίσεις είναι, τελικά, ασήμαντα. Δεύτερον, γιατί ουσιαστικά δεν θα έχεις κερδίσει. Θα έχεις χάσει. “Σας καλώ, κύριοι, να ψάξετε τη συνείδησή σας”, είπε ο Ουγκό. “Να ρωτήσετε τα αισθήματά σας. Ποιος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος στις μέρες μας;
Η αμάθεια. Αυτή πρώτα, και μετά η φτώχεια. Αυτή είναι που ξεχειλίζει, αυτή μας πολιορκεί. Είναι δυνατό σε τέτοιους καιρούς, μπροστά σ’ έναν τέτοιο κίνδυνο, να πλήξετε όλους τους θεσμούς, όλα τα ιδρύματα που το έργο τους είναι να χτυπούν την αμάθεια;”. 
Κύριοι”, συνέχισε ο Ουγκό στο λόγο του εκείνο, πριν από 159 χρόνια, “βλέπετε πού βαδίζουμε. Από τη μία η βαρβαρότητα στους δρόμους και από την άλλη η βάνδαλη συμπεριφορά του κράτους. Δεν υπάρχει, σας βεβαιώ, άλλη πρόνοια από την υλική. “
Βίαιη” πρόνοια δεν νοείται. Τα χονδροειδή αστυνομικά μέτρα δεν είναι “πρόνοια”. Και το ξέρουν, δόξα τω Θεώ, όλες οι πολιτισμένες κοινωνίες. Τα βράδια ανάβουμε στις πόλεις μας τους φανοστάτες.
Το ηθικό σκοτάδι, όμως, δεν το βλέπετε; Δεν νιώθετε την ανάγκη να ανάψουν και οι πνευματικοί πυρσοί; Μια νόσος ηθική, βαρύτατη, μας τυραννά και μας υποσκάπτει. Είναι παράξενο, αλλά αυτή η ηθική νόσος δεν είναι παρά η υπερβολή των υλιστικών τάσεων. Και πώς να τις πολεμήσουμε; Μα, αναπτύσσοντας τις πνευματικές τάσεις. Πάρτε από το σώμα και δώστε στην ψυχή…”. “Για να γίνουν αυτά, κύριοι”, λέει ο μεγάλος Ουγκό, “μας χρειάζονται σχολεία.
Χρειάζονται ακαδημαϊκές έδρες, βιβλιοθήκες, θέατρα και μουσεία. Χρειάζονται όλα εκείνα τα κέντρα όπου μπορείς να μαθαίνεις, να σκέφτεσαι, να γίνεσαι καλύτερος. Μόνον έτσι μπαίνει το φως στον ανθρώπινο νου. Είναι στο χέρι σας να κάνετε τη χώρα μας κέντρο ενός υπέροχου πνευματικού κινήματος. Δεν μας λείπουν τα ταλέντα, ούτε η διάθεση. Αυτό που λείπει είναι η ενθάρρυνση, με ενθουσιασμό, από μέρους της κυβέρνησης.
Καταψηφίζω λοιπόν κάθε περικοπή δαπανών η οποία θα μείωνε τη λάμψη που χαρίζουν τα γράμματα, οι επιστήμες και οι τέχνες. Δεν έχω λόγια για τους εισηγητές τέτοιων οικονομιών. Είστε αξιοθρήνητοι. Νομίζετε ότι κόβετε δαπάνες, ενώ κόβετε την αίγλη της χώρας. Εγώ αρνούμαι. Για την αξιοπρέπεια της Γαλλίας, για την τιμή της Δημοκρατίας”.
( την ομιλία του Ουγκώ, με θέμα την Παιδεία, μετέφρασε και δημοσίευσε η εφημερίδα Ελευθεροτυπία το 2007)

Ο Βίκτωρ Ουγκώ πέθανε στις 22 Μαΐου 1885 σε ηλικία 83 ετών, έχοντας απολαύσει εν ζωή σπάνια δόξα για πνευματικό δημιουργό. Στη Γαλλία κηρύχθηκε εθνικό πένθος και μία νύχτα η σορός του έμεινε με τιμητική φρουρά κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου. Την ημέρα της κηδείας του (1η Ιουνίου) περίπου 2.000.000 άνθρωποι συνόδευσαν τον επιφανή νεκρό από την Αψίδα του Θριάμβου στο Πάνθεον, το οποίο ορίστηκε ως τελευταία του κατοικία.

(διαβάστε εδώ την βιογραφία και το έργο του: